- πορθμευτής
- πορθμ-ευτής, οῦ, ὁ, = foreg., Eust. 1888.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορθμευτής — ο, ΜΑ, δωρ. τ. πορθμευτάς, Α, θηλ. πορθμεύτρια, Μ [πορθμεύω] πορθμέας αρχ. μτφ. αυτός που μεταφέρει που μεταδίδει κάτι («πορθευτὴς φωτός», Συνέσ.) … Dictionary of Greek
πορθμευταί — πορθμευτής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμευτάς — πορθμευτά̱ς , πορθμευτής masc acc pl πορθμευτά̱ς , πορθμευτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεύτρια — ἡ, Μ βλ. πορθμευτής … Dictionary of Greek